- ἀγορασείω
- ἀγορ-ᾰσείω,Desid. ofἀγοράζω,A wish to buy, Sch.Ar.Ra.1068.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγορασείω — ἀγορασείω (Α) (εφετικό τού ἀγοράζω) επιθυμώ ν αγοράσω … Dictionary of Greek